- σχοινοχάλινος
- σχοινο-χάλῑνος [ᾰ], ον,A with rein of twisted rushes,
ἵπποι Str.17.3.7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἵπποι Str.17.3.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχοινοχάλινος — ον, Α (για άλογο) αυτός που έχει χαλινό από πλεγμένο σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῑνος + χαλινός (πρβλ. ἀργυρο χάλινος)] … Dictionary of Greek
σχοινοχαλίνοις — σχοινοχάλινος with rein of twisted rushes masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)